- Ἀσκληπιάδου
- Ἀσκληπιάδαιmasc gen sgἈσκληπιάδηςAsclepiosmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АПОЛЛОДОР АФИНСКИЙ — I. АПОЛЛОДОР АФИНСКИЙ (Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος) (2 В. ДО Н. Э.), адепт стоической школы, ученый разнообразных интересов, поэт. Учился у Диогена Вавилонского (ISHerc. col. 51 ), а затем у Панетия (или, по крайней мере, был лично с ним… … Античная философия
μυθογραφία — Αρχαίο λόγιο φιλολογικό είδος, το οποίο ασχολείται με τους μύθους και αναπτύχθηκε στην ελληνιστική εποχή για φιλολογικούς σκοπούς. Η μ. διακρίνεται από τη λογοτεχνία και την ποίηση μυθολογικού περιεχομένου, από τα φιλοσοφικά και θεολογικά έργα… … Dictionary of Greek
φαρμακιών — ωνος, ὁ, Α (ως ειρωνικό παρωνύμιο τού Ασκληπιάδου τού νεώτερου) παρασκευαστής φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα ίων (πρβλ. ἀκανθ ίων)] … Dictionary of Greek
φιλοφυσικός — ή, όν, Α (ως προσωνυμία τού Ασκληπιάδου) αυτός που αγαπά την φύση και τις δυνάμεις της. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φύσις] … Dictionary of Greek